φουσκίτσα

φουσκίτσα
η, Ν [φούσκα (Ι)]
υποκορ. μικρή φούσκα ή φυσαλλίδα ή μικρό μπαλόνι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φουσκίτσα — η η φουσκαλίδα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυστίδιο — το [κύστη (Ι)] 1. μικρή κύστη, φουσκίτσα 2. (μυκητ.) μεγάλο στείρο ροπαλόμορφο κύτταρο που απαντά στο υμένιο τών βασιδιομυκήτων 3. ζωολ. θήκη ή εξωτερικός σκελετός καθενός από τα άτομα μιας αποικίας εξώπρωκτων βρυοζώων, αλλ. εξωκύστη 4. ανατ.… …   Dictionary of Greek

  • φυσείδιον — τὸ, Α [φῡσα] μικρή φύσα, φουσκίτσα …   Dictionary of Greek

  • κυστίδιο — το υποκορ. του κύστη φουσκίτσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”